- νουκλεάση
- ησυν. στον πληθ. οι νουκλεάσεςένζυμα τα οποία καταλύουν τη διάσπαση τών νουκλεϊκών οξέων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nuclease < nucle- (< λατ. nucleus «πυρήνας») + -ase].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.